σταχτοσουσουράδα

σταχτοσουσουράδα
η, Ν
ζωολ. υποείδος τού πτηνού σουσουράδα που έχει μήκος 18 περίπου εκατοστόμετρα, με μαύρη μακριά ουρά, λευκά εξωτερικά πηδαλιούχο φτερά και κίτρινα κάτω καλυπτήρια, σταχτί φτέρωμα στη ράχη και στο κεφάλι και κίτρινο στο κάτω μέρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σουσουράδα — Κοινό όνομα μερικών μικρών στρουθιόμορφων πουλιών της οικογένειας των Σεισοπυγιδών. Ανάλογα με τα είδη, τα πουλιά αυτά, με τα κομψά σχήματα και με τις πολύ χαριτωμένες συχνά κινήσεις, λέγονται καλάνδρες, άνθη και χορευτές: το τελευταίο όνομα, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”